- γανιά
- η [γάνα]1. η μουτζούρα τού φούρνου2. οποιαδήποτε μουτζούρα ή μαύρη κηλίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάνια — η το να κλαίει κανείς γοερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.] … Dictionary of Greek
γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… … Dictionary of Greek